Με πλάγια γράμματα

...κι όλες αυτές οι αναμνήσεις από περασμένα Καλοκαίρια καρφώθηκαν στο μυαλό σου τη στιγμή που επιτέλους οι φετινές σου διακοπές άρχισαν να παίρνουν σχήμα. Αφού καταλήξατε στον προορισμό, αλλά κυρίως στο αιώνιο πρόβλημα, τις ημερομηνίες.  Βασικά στο πήγαινε, μια και το γύρνα καθόλου δε σε νοιάζει. Γύρνα όποτε θες ή μη γυρνάς ποτέ. Φέτος το νησί είναι μονάχα τέσσερις ώρες μακριά από δω και όχι έντεκα, αλλά είναι κι αυτές αρκετές για να ξεπλύνουν ό,τι μαζεύτηκε μες στον Χειμώνα. Τέσσερις ώρες στο κατάστρωμα, να βλέπεις την πόλη να απομακρύνεται και να μικραίνει, έως ότου εξαφανιστεί μαζί με τα προβλήματα και τις στενοχώριες σου. Και μετά θάλασσα. Και μετά το πρώτο μπάνιο. Γιατί όσα μπάνια κι αν έχεις κάνει στην Αττική, κακά τα ψέματα, δε μετράνε μία μπροστά στο πρώτο μπάνιο στο νησί. Δεν είναι τόσο το τοπίο που δε συγκρίνεται ή τα νερά που είναι τόσο πολύ πιο καθαρά κι ελκυστικά. Είναι που λείπει αυτό το βάρος που κουβαλούσες, αυτό που άφησες πίσω σου μαζί με τις τελευταίες εικόνες του Πειραιά. Και δεν έχεις καν την αγωνία αν θα σε περιμένει στο λιμάνι γυρνώντας για να τρυπώσει πάλι στη ψυχή σου. Καθόλου δε σε νοιάζει. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα που πρέπει ή δεν πρέπει να κάνεις, τίποτα που πρέπει ή δεν πρέπει να πεις. Κανείς δεν περιμένει από εσένα τίποτα κι εσύ δεν περιμένεις τίποτα από κανέναν.

«Το βαλιτσάκι με τις προσδοκίες, τις άμυνες, τους φόβους και τα πρέπει το έφτιαξες κανονικά όπως κάθε χρόνο και το κουβάλησες, αν κι ασήκωτο, ως το λιμάνι. Και το έβαλες στο καράβι, αγνοώντας όλα τα μηνύματα και τα μαθήματα του Χειμώνα, γιατί το πείσμα σου αδερφάκι μου δε λέγεται. Κάθισες κι επάνω του μη τυχόν στο κλέψει κανείς. Βέβαια κανένας δεν του ρίχνει ματιά. «Καλύτερα για μένα», σκέφτεσαι, και σκύβεις το κεφάλι. 

Λίγες ώρες αργότερα φτάνεις επιτέλους στο νησί και σηκώνεσαι από τη βαλίτσα για να κατέβεις απ'το πλοίο. Κι ενώ στέκεσαι στην ουρά ασφαλής ότι δε ξέχασες τίποτα, ότι όλα βρίσκονται μέσα στο πολύτιμο βαλιτσάκι που βαραίνει το χέρι σου, εκείνο ξαφνικά ανοίγει και όλα χύνονται στο πάτωμα. Ο κόσμος σε κοιτάζει κι αναρωτιέται τι σκατά κουβαλάς μαζί σου στο νησί. Κάποιοι σε βοηθούν διστακτικά να τα μαζέψεις και οι ματιές τους, όλο νόημα, σου σκίζουν την καρδιά. Είναι εκείνοι που καταλαβαίνουν πώς νιώθεις, που κατανοούν τους φόβους σου γιατί χρειάστηκε να κάνουν μεγάλη προσπάθεια στο παρελθόν για να απεγκλωβιστούν και οι ίδιοι απ'τους δικούς τους. Νιώθεις τόση ντροπή μπροστά σε όλους αυτούς τους άγνωστους ανθρώπους. Και καθώς είσαι σκυμμένη πάνω από τους φόβους και τις αναστολές σου, προσπαθώντας να τα βάλεις όπως-όπως πίσω στη βαλίτσα σου, ξεσπάς σε κλάματα. Αν μέχρι τώρα ένιωθες απλά ντροπή, τώρα νιώθεις πως θες να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί. 

Ψάχνεις πανικόβλητη στο πάτωμα την αυτοσυγκράτησή σου, σίγουρη πως θυμήθηκες να τη βάλεις στη βαλίτσα, αλλά μες στο χαμό δεν τη βρίσκεις πουθενά. Εξακολουθείς να κλαις ασταμάτητα και τα δάκρυα σου ποτίζουν το περιεχόμενο της βαλίτσας. Εκείνο με τη σειρά του αρχίζει να ξεθωριάζει μπροστά στα μάτια σου. Κι εσύ κλαις ακόμα πιο πολύ, ακόμα πιο δυνατά και τα δάκρυα σου πλημμυρίζουν το κατάστρωμα και παρασέρνουν στη θάλασσα τους φόβους, τις άμυνες, τα ταμπού, τις ανασφάλειες, την αυτοκυριαρχία σου, όλα.

Η ουρά μπροστά σου έχει προχωρήσει. Πρέπει να κατέβεις στο νησί με ό,τι σου έχει απομείνει. Καλές διακοπές. Σ'αγαπώ».





Posted in . Bookmark the permalink. RSS feed for this post.
Από το Blogger.

Search

Swedish Greys - a WordPress theme from Nordic Themepark. Converted by LiteThemes.com.