Κάμπινγκ. Υπήρχε κι ένα σήριαλ με αυτό το όνομα. Παίζει να το ψιλό-χάζευες κιόλας, αλλά δεν είσαι και σίγουρη. Το μόνο που θυμάσαι είναι ο έντονος ήχος των τζιτζικιών σαν μουσική υπόκρουση στους διαλόγους. Αυτό.
Από τα ατελείωτα Καλοκαίρια όμως που πέρασες στο κάμπινγκ σαν παιδί, θυμάσαι πολλά. Αμέτρητες παιδικές αναμνήσεις. Από την πρώτη χρονιά, που κυκλοφορούσες γύρω από την πορτοκαλί σκηνή με το μπεϊμπιλίνο σχεδόν 2 χρονών (εντάξει αυτό δεν το θυμάσαι για να είσαι ειλικρινής), έως την τελευταία, που ερωτεύτηκες έναν Άγγλο με άσπρες βλεφαρίδες γύρω στα 15. Ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία χρονιά που έκανες διακοπές με την οικογένειά σου, το κάμπινγκ στην Φοινικούντα αντικαταστάθηκε με το κάμπινγκ Kronos λίγο έξω από το Γύθειο και τη θέση της πορτοκαλί σκηνής πήρε ένα ευρύχωρο τροχόσπιτο ανάμεσα στα δέντρα. Τα ίδια δέντρα που αγκαλιάζατε με την αδερφή σου κλαίγοντας την τελευταία μέρα των διακοπών κατάμαυρες και κατάξανθες από την υπερβολική έκθεση στον ήλιο. Και τώρα που το σκέφτεσαι, δεν πρέπει να έχεις αγκαλιάσει δέντρο έκτοτε, σίγουρα όχι με τόση αγάπη.
Ο μπαμπάς σου ήταν ναυτικός κι επέστρεφε στην Ελλάδα κάθε χρόνο πριν τις διακοπές του Πάσχα. Τον Ιούνιο, με το κλείσιμο των σχολείων ξεκινούσατε οι τρείς σας για το κάμπινγκ. Η μαμά σου δυστυχώς έμενε πίσω γιατί έπρεπε να περιμένει την άδεια της, οπότε κι ερχόταν να σας βρει. Εσείς στις λίγες εβδομάδες που είχανε μεσολαβήσει, είχατε ήδη μεταμορφωθεί και βρισκόσασταν σε απόλυτη αρμονία με το τοπίο. Οι μύτες σας ήταν ήδη ξεφλουδισμένες και τα πρόσωπά σας γεμάτα πανάδες. Οι βλεφαρίδες σας ήταν κατάξανθες και τα μαλλιά σας αχτένιστα για μέρες. Οι πατούσες σας εξοικειωμένες με την καυτή άμμο - από το τροχόσπιτο ως την παραλία πήγαινες πάντα ξυπόλυτη. Είτε περπατώντας χαλαρή με ένα παγωτό στο χέρι, είτε τρέχοντας βολίδα φωνάζοντας "καίει, καίει, καίει", είτε αγκομαχώντας μεταφέροντας με την αδερφή σου το πανί του wind-surfing στη θάλασσα. Οι γονείς σου έκαναν wind-surfing, και μάλιστα ήταν και οι δύο πολύ καλοί στο άθλημα. Σε αντίθεση με σένα. Τουλάχιστον προσπάθησες, αλλά το πανί ήταν πολύ βαρύ για το σώμα σου και τα χέρια σου γεμίζανε φουσκάλες. Και για να λέμε και όλη την αλήθεια, δεν είχες και τον καλύτερο δάσκαλο. Ο μπαμπάς σου ποτέ δεν κατάφερε να ξεμπερδέψει το δεξί και το αριστερό, κι έτσι πολλές φορές η λάθος οδηγία "τη μάτσα δεξιά, τη μάτσα δεξιά, από την άλλη παιδί μου", είχε σαν αποτέλεσμα να καταλήγεις εσύ στο νερό και το πανί στο κεφάλι σου. Σου άρεσε όμως πολύ να φοράς το κόκκινο σωσίβιο και να πιάνεσαι στο πίσω μέρος της σανίδας, όταν έκαναν wind-surfing οι γονείς σου. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα, με το σώμα σου να σκίζει με ταχύτητα τη θάλασσα στα απόνερα που άφηνε η σανίδα. Και τι δε θα έδινες για να το ξαναζήσεις αυτό. Και μπορεί να μην κατάφερε ο μπαμπάς σου να σε μάθει wind-surfing, αλλά σε έμαθε ρακέτες. Η οδηγία ήταν σαφής: "Αν θέλεις να παίξουμε ρακέτες δε θα κάτσεις αν δεν καταφέρουμε να ανταλλάξουμε εκατό συνεχόμενες μπαλιές". Κι έτσι και γινόταν. Εκατό μπαλιές, με εσένα να έχεις καρφωμένα τα πόδια σου στην άμμο και να κουνάς πού και πού τη ρακέτα μαζί με το μαλλί, και τον μπαμπά σου να κάνει ασταμάτητα άλματα και βουτιές για να σώσει τις μπαλιές σου. Ωραία περνούσατε!
Φοινικούντα, Αύγουστος 1985 |
Ειλικρινά δε μπορείς να σκεφτείς πιο ευτυχισμένα παιδικά Καλοκαίρια.
Δημοσίευση σχολίου