Τον τελευταίο καιρό τα έχω βάλει με τη σύγχρονη Ελληνική οικογένεια. Με τους γονείς μας. Μα κυρίως τα έχω βάλει με την πλειοψηφία των παιδιών τους που ακόμα δεν έχουν πάρει χαμπάρι ότι ο σημαντικότερος ίσως λόγος για τον οποίον φτάσαμε εδώ που φτάσαμε σήμερα είναι η νοοτροπία της σύγχρονης Ελληνικής οικογένειας, που κατάφερε να μεγαλώσει μια γενιά εξαρτημένων κι ανίκανων να σταθούν στα πόδια τους ανθρώπων. Και τώρα αυτή η γενιά παιδιών πρέπει να αντιμετωπίσει μια κρίση, που οι γονείς τους δε φαντάστηκαν ποτέ ότι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν, οπότε δεν τους έδωσαν και τα εφόδια που χρειάζονται για κάτι τέτοιο.
Το 1997 τέλειωσα το σχολείο και την αμέσως επόμενη χρονιά ανέβηκα στην Αγγλία για σπουδές. Στις 13 Σεπτέμβρη του 1998 μπήκα στο αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας με προορισμό το Λονδίνο με μια τεράστια βαλίτσα και φυσικά...τους γονείς μου. Τρεις ώρες κι ένα τέταρτο αργότερα ήμουν στο αεροδρόμιο του Heathrow με τα μάτια κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα. Ήμουν 19 χρονών κι ένιωθα 15. Πήραμε το τρένο για να ανεβούμε στο Μάντσεστερ, όπου θα περνούσα τα επόμενα τρία χρόνια της ζωής μου. Εγώ πήγα στη φοιτητική εστία και οι γονείς μου στο ξενοδοχείο, όπου έμειναν περίπου μια εβδομάδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας εγώ τα πρωινά είχα μαθήματα κι έτσι τους συναντούσα κάθε απόγευμα οπότε και πηγαίναμε μαζί κάπου να φάμε. Οι γονείς μου στη μια πλευρά του τραπεζιού κι εγώ απέναντι τους να ακούω οδηγίες και συμβουλές για τη ζωή μου. Περιττό να πω ότι όσο εγώ ήμουν στο μάθημα οι γονείς μου είχαν πληροφορηθεί για τα πάντα. Ποιο λεωφορείο πρέπει να πάρω για να πάω από την εστία στο πανεπιστήμιο, ποιο για να κατέβω στο κέντρο της πόλης, πού είναι το κοντινότερο σουπερμάρκετ, ποια είναι η διαδικασία για να τους παίρνω τηλέφωνο με δική τους χρέωση. Αφού μετά από μέρες σιγουρεύτηκαν ότι με είχαν ενημερώσει για όλα όσα αφορούν τη φοιτητική μου ζωή στο Μάντσεστερ κι αφού γέμισαν το δωμάτιο μου με σεντόνια, πετσέτες, παπλώματα, κατσαρόλες και δε ξέρω κι εγώ τι άλλο, γύρισαν ήσυχοι στην Αθήνα.
Θυμάμαι ήμαστε περίπου δεκαπέντε Έλληνες στην εστία. Από κανέναν μας δεν έμοιαζε να λείπει τίποτα. Οι γονείς μας είχαν φροντίσει να μεταφέρουν την άνεση του σπιτιού μας και του παιδικού μας δωματίου σε μια φοιτητική εστία της Β.Αγγλίας. Τα δέματα έφταναν το ένα μετά το άλλο, σε κάποιους μάλιστα έστελναν και τσιγάρα, οι υπόλοιποι είχαμε επιστρατευτεί τους φίλους μας για αυτό. Τα τηλέφωνα από Ελλάδα ήταν καθημερινή υπόθεση. Τι έφαγες, τι φόρεσες, μήπως κρύωσες, μήπως χρειάζεσαι χρήματα; Όταν δε επιστρέφαμε στην Αγγλία μετά τις διακοπές μας κουβαλούσαμε μαζί μας και μια βαλίτσα με τρόφιμα και μερίδες έτοιμου φαγητού σε ταπεράκια. Κατάψυξη, ξεπάγωμα, φούρνος μικροκυμάτων. Γιατί το φαγητό της μανούλας δεν το αλλάζεις με τίποτα. Και φυσικά όλα αυτά ήταν στα μάτια μας εντελώς φυσιολογικά. Αυτό μάθαμε, έτσι μεγαλώσαμε κι όσο τα πράγματα στην Ελλάδα πήγαιναν καλά, δεν προβληματιστήκαμε ποτέ σχετικά με τίποτα. Κι εννοείται ότι δε γνωρίζω κανέναν Έλληνα στην ηλικία μου που ανέβηκε Αγγλία για σπουδές και έμεινε στο Bachelor. Το πακετάκι ήταν συγκεκριμένο. Δε γυρνούσες πίσω χωρίς μεταπτυχιακό. Γιατί εκτός των άλλων σου είχαν δημιουργήσει και κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντι σε αυτούς που φοιτούσαν στα Ελληνικά πανεπιστήμια, αλλά αυτό το θέμα θα το πιάσω άλλη φορά.
Μπορεί να μην ευθυνόμαστε για τον τρόπο που μεγαλώσαμε. Μπορεί να μην ευθύνονται καν οι γονείς μας γιατί στερημένοι καθώς ήταν και γεμάτοι αγάπη για μας νόμιζαν πως δίνοντας μας απλόχερα τα πάντα δεν υπήρχε περίπτωση να μας βλάψουν. Ευθυνόμαστε όμως γιατί ακόμα και τώρα αρνούμαστε να δούμε την αλήθεια, και οι μεν και οι δε. Είσαι 30 χρονών και ζεις με τους γονείς σου και δε μπορείς καν να διακρίνεις τους κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια κατάσταση. Νιώθεις την εξουσία τους πάνω σου, νιώθεις την πίεση, αλλά δε μπορείς να καταλάβεις τι σου φταίει. Η μαμά σου σου στρώνει το κρεβάτι, σου πλένει τα ρούχα και σου ζεσταίνει το φαγητό γιατί εσύ της λες δεν προλαβαίνεις, έχεις μια επανάσταση να κάνεις.
2 Responses to The golden cage age
Αν και συμφωνώ με το μεγαλύτερο μέρος αυτών που γράφεις, να σου πώ ότι στο πανεπιστήμιο υπήρχαν και Έλληνες που ούτε τους γονείς τους είχαν δίπλα ούτε τα χρήματα τους, ούτε τα πακέτα...
Ευτυχώς ναι.
Δημοσίευση σχολίου