Πότε-πότε σε κυριεύει ο φόβος. Και το πότε-πότε έρχεται όλο και συχνότερα, γίνεται συνεχόμενο, σχεδόν μόνιμο. Ή που κοιμόσουν βαθιά και ξύπνησες ή που τα πράγματα έχουν αγριέψει επικίνδυνα τελευταία και η ταχύτητα με την οποία συμβαίνουν δε σου επιτρέπει να τα αφομοιώσεις. Ή που παλιότερα δε σε αφορούσαν και τώρα σε αφορούν, ή που όλα αλλάζουν ή που αλλάζεις εσύ, ή που συμβαίνουν και τα δύο μαζί. Μα κάθε τρεις και λίγο το ανθρώπινο είδος σε σοκάρει. Είτε με την θρασύτητα που καταστρέφει τον πλανήτη που τον τρέφει, είτε με την βιαιότητα που χειρίζεται τους συνανθρώπους του και τους λοιπούς ζωντανούς οργανισμούς, είτε με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό.
Πού τη βρήκαμε τόση έπαρση και τόση αλαζονεία; Πότε θα καταλάβουμε το μέγεθός μας; Πότε θα συνειδητοποιήσουμε την εξάρτησή μας από τη γη που μας τιμά να κατοικούμε; Για λίγο, για όσο. Δεν είναι η μόνιμη κατοικία σου αυτή, ούτε σου ανήκει για να την κάνεις ό,τι θέλεις, ούτε έχεις περισσότερα δικαιώματα απέναντι στους υπόλοιπους κατοίκους. Πώς καταντήσαμε έτσι, να έχουμε κάνει τα ασήμαντα σημαντικά; Να κοιμόμαστε ήσυχοι ενώ πεθαίνουν άνθρωποι λόγω έλλειψης βασικών αναγκών και καταπάτησης στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να χάνουμε τον ύπνο μας επειδή το υπόγειο του εξοχικού μας έβαλε νερά στη βροχή; Ποια ισότητα διδαχτήκαμε, ποια δικαιοσύνη, ποια ανεξιθρησκεία και ποια ελευθερία; Κοροϊδευόμαστε μου φαίνεται, δε ξέρουμε τι μας γίνεται και επιλέγουμε να μη μάθουμε ποτέ.
Ζούμε σε βάρος των πάντων. Της φύσης, των συνανθρώπων, των ζώων, του ίδιου μας του εαυτού. Τρώμε σαν κτήνη ό,τι μας σερβίρουν, καπνίζουμε, πίνουμε, παίρνουμε ναρκωτικά, στριμωχνόμαστε στα κουτιά μας και μιλάμε για αγάπη. Ποια αγάπη; Κοίτα πώς φέρεσαι στο σώμα σου, στην ψυχή σου, λες και θέλεις να καταστρέψεις τον εαυτό σου. Λες πως τα χρειάζεσαι όλα μα στην πραγματικότητα δεν χρειάζεσαι ούτε τα μισά. Πόσο θα φας πια, πόσο θα καπνίσεις, πόσους καφέδες θα πιεις για να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά ενώ δουλεύεις ασταμάτητα; Γιατί;
Τι θα πάθεις αν βρεις λίγη κίνηση στον δρόμο; Εσύ την δημιούργησες, φά' την τώρα. Γιατί γκρινιάζεις για την ακρίβεια; Εσύ την συντηρείς. Γιατί σου προκαλούν τρόμο οι φυσικές καταστροφές; Εσύ ζεις σαν βάρβαρος και έχεις καταστρέψει ό,τι καταστρέφεται. Κι έρχονται οι σεισμοί και οι καταποντισμοί για να σου θυμίσουν πόσο μικρός είσαι, πόσο ασήμαντος. Αλλά ξεχνάς εύκολα. Την επόμενη κιόλας μέρα.
Συνειδητοποιείς πως ο μόνος τρόπος να απαλλαγείς από το φόβο σου είναι να αλλάξεις καταρχήν εσύ. Να διαφοροποιηθείς απ' ό,τι σου προκαλεί αποστροφή και θλίψη, να νοιάζεσαι τον εαυτό σου επί της ουσίας, να σταματήσεις να ψωνίζεις αλόγιστα, να τρως λαίμαργα, να θυμώνεις με το διαφορετικό, να κλείνεις τα μάτια, να αδιαφορείς για ό,τι βρίσκεται σε απόσταση αρκετά μεγάλη για να αγγίξεις και να σε αγγίξει. Δεν έχεις τη δύναμη να αλλάξεις τον κόσμο, έχει όμως τη δύναμη να αλλάξεις τον τρόπο που ζεις μέσα σε αυτόν. Κλισέ αλλά αληθινό. Και αναγκαίο.
Δημοσίευση σχολίου