"..., σε ό,τι είδος κόσμου κι αν είσαι, τις περισσότερες φορές δε βλέπεις τη γραμμή ανάμεσα στο υποθετικό και το πραγματικό. Μόνο με τα μάτια της καρδιάς μπορείς να τη δεις".
1Q84, βιβλίο II, σελ. 228
Την πρόταση αυτή τη διάβασες τη Δευτέρα του Πάσχα, γύρω στις 12 το μεσημέρι κι έκανε αμέσως νόημα. Κλικ, όπως συνηθίζεις να λες. Για το λόγο αυτό, την ίδια κιόλας στιγμή, τη σημείωσες σε ένα χαρτί με σκοπό να γράψεις κάτι σχετικό για το αυριανό Talkin' goats. Αμέσως μετά, συνέχισες να διαβάζεις το βιβλίο σου. Τώρα μετανιώνεις που δεν αφιέρωσες σε αυτήν τη φράση αλλά κυρίως στα συναισθήματα που σου γέννησε λίγο περισσότερο χρόνο. Που τα ξεπέταξες με τον τρόπο αυτό, που δε στάθηκες για λίγο να τα αφομοιώσεις, να τα παρατηρήσεις και γιατί όχι, να τα καταγράψεις.
Από τις 12 το μεσημέρι έχουν μεσολαβήσει οχτώ ώρες και 200 χιλιόμετρα. Κυρίως όμως, έχουν μεσολαβήσει αμέτρητα συναισθήματα. Μελαγχολία για την επιστροφή σου στην Αθήνα, ενθουσιασμός για το λαχταριστό κομμάτι γαλακτομπούρεκο που σου προσέφεραν, φόβος για τα ριψοκίνδυνα προσπεράσματα του θείου σου με το αμάξι του οποίου επέστρεψες, χαρά για τον απογευματινό καφέ με τις φίλες σου αμέσως μετά την άφιξή σου. Και πόσα άλλα, που δε στάθηκαν αρκετά για να τα συνειδητοποιήσεις και να τα αφομοιώσεις.
Είναι απίστευτο το ότι κάθε στιγμή γεννά συναίσθημα. Κάθε πράξη, λέξη, βλέμμα, άγγιγμα, ερέθισμα. Νιώθεις πως είναι απαραίτητο να είσαι όχι μόνο παρούσα, αλλά και δεκτική όταν αυτό συμβαίνει. Δηλαδή κάθε στιγμή, δηλαδή διαρκώς, δηλαδή πάντα. Δηλαδή τρέχα γύρευε.
Μα εσύ θέλεις να μάθεις τι θα γίνει παρακάτω. Όλη σου η έννοια είναι να διαβάσεις τις επόμενες σελίδες, να τελειώσεις το κεφάλαιο και ολόκληρο το βιβλίο αν είναι δυνατόν. Να φτάσεις στο τέλος της ιστορίας, να μάθεις την κατάληξη, να βρεις τις απαντήσεις στα ερωτήματα που σου έχει γεννήσει η πλοκή έως τώρα. Διαβάζεις τη μια λέξη και ο νους σου είναι ήδη στην επόμενη. Κάνεις παύση και ανατρέχεις μπροστά για να δεις πόσες σελίδες απομένουν για να τελειώσει το κεφάλαιο. Και μετά τις τρως με τα μάτια σου. Καμιά φορά - πολύ σπάνια - κάνεις μεγαλύτερη παύση. Για να κλάψεις. Μόνο τότε. Τα δάκρυα δε σε αφήνουν να διαβάσεις, δε σου επιτρέπουν να δεις καθαρά τις λέξεις. Μόνο για τα συναισθήματα που σου προκαλούν δάκρυα κάνεις παύση, μόνο γι αυτά που σε υποχρεώνουν να τα σεβαστείς, να τους δώσεις χώρο και χρόνο. Τα υπόλοιπα τα καταπίνεις με την ίδια λαιμαργία που καταπίνεις και τις σελίδες του βιβλίου.
Κι έπειτα υπάρχουν και συναισθήματα που είναι κοινά σε όλα τα βιβλία που χαίρεσαι να διαβάζεις. Η θλίψη αμέσως μετά την τελευταία λέξη. Η μοναξιά τη στιγμή που τα κλείνεις για να τα βάλεις πίσω στο ράφι. Η άρνηση να ξεκινήσεις ένα καινούριο, να αγαπήσεις οποιοδήποτε άλλο βιβλίο όπως αγάπησες αυτό που μόλις τελείωσες. Η ανάγκη σου να μείνεις μαζί του και με όλα τα συναισθήματα που αυτό σου δημιούργησε. Όσα θυμάσαι και όσα προσπαθείς να ξεχάσεις.
2 Responses to Ένα βιβλίο
Εχω πολύ καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο που θα μου προκαλέσει τόσα συναισθήματα. Μήπως έχω στερέψει συναισθηματικά ή μήπως διαβάζω "λάθος βιβλία; Πάντως χαίρομαι να διαβάζω εσένα!
Βέβαια μη ξεχνάς ότι είμαι και λίγο κλαψιάρα, δε θέλω και πολύ για να τα μπήξω ;)
Δημοσίευση σχολίου