Στέκεται στο κατώφλι. Δεν έχει μείνει πόρτα, μόνο η κάσα υπάρχει, αλλά η απουσία της δεν κάνει πιο εύκολη την απόφασή της. Στέκεται ασάλευτη, θα ορκιζόμουν πως ο νους της ταξιδεύει· και η ψυχή της επίσης. Και μπορώ να καταλάβω - δε ξέρω πώς - ότι είναι αυτός ο στόχος της. Να μείνει το σώμα άδειο, κενό. Να μείνει μόνο και να πάρει εκείνο την απόφαση. Μπρος, πίσω, τίποτα, να κουνήσει τα δάχτυλα, να γείρει το κεφάλι, να ανοίξει το στέρνο, κάτι. Τίποτα.
Αναρωτιέμαι πόση ώρα μπορεί να μείνει στην ίδια θέση. Σ' αυτήν τη θέση που μοιάζει να μην έχει ούτε χρόνο, ούτε τόπο. Σαν να βρίσκεται παντού και πάντα. Σαν να μην υπάρχει καμία απόφαση να πάρει.
Ξεφυσά και στην ανάσα της ακούω τις σκέψεις που αλλάζουν απότομα το βλέμμα της. «Θέλω να μπω; Γιατί θέλω να μπω; Πότε θα μάθω αν θέλω να μπω; Γιατί δε ξέρω αν θέλω να μπω».
Το δεξί πέλμα κάνει βήμα προς τα πίσω. Το υπόλοιπο σώμα ακολουθεί. Το μυαλό έχει σίγουρα επιστρέψει.
Φεύγει δίχως να με κοιτάξει.
Δημοσίευση σχολίου