Το καφέ της γειτονιάς μου,
λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι που μένω, μου προκαλεί απέχθεια εδώ και χρόνια. Όμως η
επιμονή της Μίνας να δουλεύει εκεί και η ακατανόητη σε μένα ευχαρίστησή της να
φτιάχνει ποτά και καφέδες, με αναγκάζει να το επισκέπτομαι συχνά. Το μαγαζί
αυτό δεν κρύβει πια εκπλήξεις· γνώριμο περιβάλλον, οικεία ατμόσφαιρα, φάτσες
γνωστές. Κι όμως, την Τρίτη το μεσημέρι η θέση μου στο μπαρ ήταν πιασμένη από
έναν άνθρωπο που δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου, παρόλα αυτά γνωρίζω καλά. Και
τον αναγνώρισα αμέσως. Η εικόνα που αντίκρυσα - αυτή ενός μεσήλικα Ιάπωνα
καθισμένου στο μπαρ με ένα ουίσκι κι ένα μπολ φιστίκια μπροστά του -
είναι μια εικόνα που η φαντασία μου έχει δημιουργήσει τουλάχιστον τρεις φορές
στο παρελθόν. Και τώρα - στον πραγματικό κόσμο - τα ρούχα, η στάση του σώματος,
η κλίση του κεφαλιού, ακόμα και το βλέμμα, είναι όπως ακριβώς τα είχα
φανταστεί.
Πλησίασα στο μπαρ
χωρίς να διστάσω, χωρίς να αναρωτηθώ τι κάνει αυτός εδώ, δίχως την παραμικρή
ιδέα τι θα πω όταν σταθώ μπροστά του. Τελικά δε χρειάστηκε να πω τίποτα αφού,
πριν καλά-καλά σηκώσει τα μάτια του να με κοιτάξει, μου απηύθυνε τον λόγο.
«Η φίλη σου μου είπε
ότι θέλεις να γίνεις συγγραφέας. Ισχύει;»
«Θέλω να γίνω
συγγραφέας. Εναλλακτικά, θέλω να γίνω η ηρωίδα στο επόμενο βιβλίο σας».
«Μα αυτό έχει ήδη
συμβεί.
Η Ναόκο ταυτίζεται με
την επιθυμία σου να διαβάζεις στα μάτια των ανθρώπων τις σκέψεις τους, η
Σουμίρε μοιράζεται τη λαχτάρα σου να γίνεις συγγραφέας, η Τζούνκο, όπως κι εσύ,
αγωνίζεται κάθε στιγμή να ζει στο εδώ και τώρα αδιαφορώντας για παρελθόν και
μέλλον, η Αομόμε βασανίζεται από την έλλειψη αυτοπεποίθησης και την
καταστροφική της σχέση με τον καθρέπτη - την ίδια που βασανίζει κι εσένα, η
Μιντόρι "κληρονόμησε" το ταλέντο σου στη μαγειρική και η Κουμίκο την
καχυποψία σου και την τάση σου να εκμαιεύεις από τους άλλους τις κουβέντες
εκείνες που θα σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα.
Λοιπόν, νιώθεις
καλύτερα;»
«Μα δε χορεύει καμία».
«Δε χορεύει καμία
γιατί εσύ το επέλεξες. Πουθενά στα βιβλία μου δεν αναφέρω ότι δε χορεύουν. Εσύ
πήρες την απόφαση για εκείνες. Τον μισό χαρακτήρα τον πλάθω εγώ και τον άλλον
μισό εσύ. Είμαστε συνυπεύθυνοι. Κάθε ήρωας σε εμπεριέχει, κάθε ήρωας
εξαρτάται σε ένα βαθμό από εσένα.
Και υπό την έννοια
αυτή, η επιθυμία σου να γίνεις συγγραφέας, είναι ήδη πραγματικότητα».
Ήπιε την τελευταία
γουλιά από το ποτό του και σηκώθηκε. Πριν φύγει έβγαλε από την τσάντα του ένα
βιβλίο και το άφησε πάνω στην ξύλινη μπάρα, μπροστά μου.
«Ακούς εκεί δε χορεύει
καμία», είπε χαμογελώντας ανεπαίσθητα και απομακρύνθηκε.
Πήρα το βιβλίο στα
χέρια μου. Ο τίτλος του, «Dance, dance, dance». Του Χαρούκι Μουρακάμι.